απτέρυγος

απτέρυγος
ος , ον бескрылый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απτέρυγος" в других словарях:

  • ἀπτέρυγος — without wings masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απτέρυγος — κ. αφτέρουγος κ. απτερύγωτος, η, ο (Α ἀπτέρυγος, ον) αυτός που δεν έχει βγάλει ακόμη φτερά …   Dictionary of Greek

  • ἀπτερύγους — ἀπτέρυγος without wings masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπτερύγων — ἀπτέρυγος without wings masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»